- ἐπολιόρκησε
- πολιορκέωbesiegeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση … Dictionary of Greek
ἐπολιόρκησ' — ἐπολιόρκησα , πολιορκέω besiege aor ind act 1st sg ἐπολιόρκησε , πολιορκέω besiege aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)